βεργέτα

βεργέτα
η (Μ βεργέττα)
νεοελλ.
1. βέρα
2. σκουλαρίκι
3. το επάνω ημικυκλικό μέρος του σκουλαρικιού
4. (για γυναίκα) λυγερή σαν βέργα
μσν.
ρόπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verghetta «το ραβδάκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”